- συνεκλέπω
- Αξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) … Dictionary of Greek